- εγκράτεια
- Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε. και μαρτυρά ηθική δύναμη και πνευματική ανωτερότητα. Η άσκηση στην ε. δεν αποβλέπει στην καταστολή των φυσικών και σωματικών αναγκών και ορμών του ανθρώπου, αλλά στον έλεγχό τους. Η ε. οδηγεί τον άνθρωπο στη λογική πλήρωση των αναγκών του, επιτρέποντάς του να αφιερωθεί σε ανώτερη και πνευματικότερη ζωή, συντελώντας έτσι στην πρόοδο και την ανάπτυξη του πολιτισμού.
* * *η (AM ἐγκράτεια)1. η ιδιότητα τού εγκρατή, αυτοκυριαρχία2. αποχή από κάτι3. σεξουαλική αποχή, σαρκική αγνότητα.
Dictionary of Greek. 2013.